Χρόνια τώρα βιώνουμε επιθέσεις και επαναλαμβανόμενη αμφισβήτηση κεκτημένων του φεμινιστικού κινήματος, σ’ ένα πλαίσιο συνολικής συντηρητικοποίησης σε πεδία της ζωής μας, όπως αυτά της εργασίας της εκπαίδευσης κ.ά. Μετά από ένα χρόνο πανδημίας και με το δημόσιο σύστημα υγείας διαλυμένο, η κυβέρνηση αποφασίζει να περάσει μια σειρά νομοσχεδίων με συνοπτικές διαδικασίες, εκμεταλλευόμενη το παράλογο καθεστώς lockdown και ακραίας καταστολής απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή αντίδρασης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κατατέθηκε στις 19/3 και το νομοσχέδιο Τσιάρα για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία επίσημη τοποθέτηση ή ενημέρωση σχετικά με το περιεχόμενό του, παρά μόνο θολές δηλώσεις και κυβερνητικές διαρροές.
Το οικογενειακό δίκαιο στην Ελλάδα ρυθμίστηκε το 1983 με νόμο που ικανοποιούσε μια σειρά αιτημάτων του φεμινιστικού/γυναικείου κινήματος σε ένα πλαίσιο εκσυγχρονισμού συντηρητικών και πατριαρχικών νομοθετημάτων. Σήμερα, ο υπάρχων νόμος περί οικογενειακού δικαίου προβλέπει και την επιλογή της συναινετικής συνεπιμέλειας, δηλαδή την από κοινού απόφαση των γονέων για την επιμέλεια των τέκνων, αλλά και τον ορισμό της απο το δικαστήριο σε περίπτωση διαμάχης. Άρα, εφόσον υφίσταται ήδη ρύθμιση για συναινετική συνεπιμέλεια των δύο γονέων, ποιες είναι οι πραγματικές στοχεύσεις αυτού του νομοσχεδίου;
Το νομοσχέδιο Τσιάρα προβλέπει την υποχρεωτική επιβολή της συνεπιμέλειας και της εναλασσόμενης κατοικίας απευθείας από το δικαστήριο, κρίνοντας με οριζόντιο και καθολικό τρόπο την κάθε περίπτωση. Αυτό που δεν λαμβάνεται υπόψη είναι οι πατριαρχικές σχέσεις εξουσίας που διαπερνούν το μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας και μπορεί να εκφράζονται είτε με μειωμένη συμμετοχή του πατέρα στην ανατροφή των παιδιών, λόγω της διαχρονικής θηλυκοποίησης της φροντίδας, είτε ακόμα και με μορφές ενδοοικογενειακής βίας. Άρα, αυτό το νομοσχέδιο βάζει στο στόχαστρο τις μητέρες των πιο φτωχών κοινωνικών στρωμάτων, μετανάστριες, ανάπηρες, ΛΟΑΤΚΙΑ+ άτομα, εγκλωβίζοντάς τα σε κακοποιητικές σχέσεις, υπό την απειλή της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας σε περίπτωση διαζυγίου. Επίσης, αν υπάρξει καταγγελία ενδοοικογενειακής βίας, η συνεπιμέλεια δεν αίρεται παρά μόνο μετά τη τελική δικαστική απόφαση και την ενδεχόμενη καταδίκη του κακοποιητή, διαδικασία που μπορεί να διαρκέσει μέχρι και 10 χρόνια.
Η βασική ρητορική πίσω από το νομοσχέδιο Τσιάρα εκθειάζει την παρουσία και των δυο γονέων στην ανατροφή του παιδιού, υπερτονίζοντας έτσι το μοντέλο της πυρηνικής, ετερόφυλης και πατριαρχικής οικογένειας και αποκλείοντας την μονογονεϊκή, ομογονεϊκή οικογένεια, την τρανς γονεϊκότητα, ενώ σε περιπτώσεις ομογονεϊκής οικογένειας όπου ένας εκ των δύο είναι βιολογικός γονέας, δεν υπάρχει κανένα νομικό δικαίωμα και αναγνώριση για τον μη βιολογικό.
Και όλα αυτά, ενώ κατά τη διάρκεια των lockdown είδαμε τις καταγγελίες για ενδοοικογενειακή βία να εκτοξεύονται στα ύψη, σε καθεστώς μηδαμινής κρατικής μέριμνας για τον απεγκλωβισμό και τη φροντίδα των κακοποιημένων. Είναι μάλιστα γεγονός πως τα περιστατικά που καταγγέλλονται είναι μόνο ένα μικρό ποσοστό του συνόλου, αφού τα άτομα που υφίστανται έμφυλη βία αποθαρρύνονται τόσο από το λεγόμενο “victim blaming” που τα αναγκάζει να απολογηθούν για την κακοποίησή τους, όσο και από άλλους παράγοντες, όπως η οικονομική εξάρτηση, ο φόβος και η απουσία υποστηρικτικών δομών.
Το νομοσχέδιο Τσιάρα σχηματίστηκε από την ΑΜΚΕ «Ενεργοί Μπαμπάδες», μέλη της οποίας και υπουργοί και βουλευτές της ΝΔ, με ακραία συντηρητικές απόψεις περί οικογενειακού δικαίου. Άρα ουσιαστικά το νομοσχέδιο αυτό προωθείται από μια ομάδα ανδρών σε θέσεις εξουσίας, χωρίς καμία κίνηση για συζήτηση με γυναικείες και φεμινιστικές ομάδες και διαφωνούσες μεριές εν γένει. Αξίζει να σημειωθεί ότι όπου εφαρμόστηκε αντίστοιχη νομοθεσία, όπως για παράδειγμα στην Ισπανία και την Ιταλία, υποστηρίχθηκε από συντηρητικά δεξιά και ακροδεξιά κόμματα (PP και Vox στην Ισπανία, Λέγκα του Βορρά και Κίνημα των πέντε αστέρων στην Ιταλία) και ακολούθησε ισχυρή αντίδραση του φεμινιστικού κινήματος που στην Ισπανία συγκεκριμένα πέτυχε την απόσυρση της συνεπιμέλειας σε περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας.
Το νομοσχέδιο αυτό διαπερνάται από μια γενικόλογη ρητορική περί του «καλού των τέκνων», ενώ στην πραγματικότητα δεν λαμβάνεται πουθενά υπόψη ο λόγος και η βούληση του παιδιού. Μέσω της υποχρεωτικής εναλλαγής κατοικίας δημιουργείται ένα ασταθές περιβάλλον για την ανατροφή του παιδιού, αποσταθεροποιώντας τις συνήθειές του, το σχολικό και κοινωνικό του περιβάλλον και το καθιστά αντικείμενο διεκδίκησης. Προς ενίσχυση αυτού του επιχειρήματος επιστρατεύεται μέχρι και η ψευδο-επιστημονική «θεωρία της αποξένωσης» του Gardner. O όρος αυτός αναπαράγει τη σεξιστική αντίληψη της εκδικητικής συκοφάντησης του πατέρα από τη μητέρα, προκαλώντας την «αποξένωση» του παιδιού. Σε περίπτωση καταγγελίας του παιδιού για κακοποιητική συμπεριφορά, όχι μόνο δεν υπάρχει φροντίδα για το παιδί ή απομάκρυνση από τον κακοποιητή, αλλά δίνει τη δυνατότητα επίκλησης σε αυτή τη θεωρία για να αφαιρεθεί η επιμέλεια από το γονιό που καταγγέλλεται ως «αποξενωτής». Ο όρος αυτός θεωρείται “junk-science” (ψευδοεπιστήμη) και δεν αναγνωρίζεται από την παγκόσμια επιστημονική/ ιατρική/νομική κοινότητα και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, αφού μάλιστα έχει απαγορευτεί η χρήση του σε μια σειρά από κράτη.
Αν η κυβέρνηση ήθελε όντως να δράσει υπέρ της έμφυλης ισότητας στην οικογένεια και την ανατροφή του παιδιού, θα παρείχε υποστήριξη στα θύματα ενδοοικογενειακής βίας (κατά πλειοψηφία μητέρες και παιδιά), θα παρείχε δωρεάν και δημόσιους παιδικούς σταθμούς για όλα τα παιδιά, επιδόματα για τις φτωχές οικογένειες και άλλα μέτρα προς αυτήν την κατεύθυνση. Αντ’ αυτού ταυτόχρονα με το παρόν νομοσχέδιο, ανοίγει ξανά το θέμα του δικαιώματος στην έκτρωση, δικαίωμα που αμφισβητείται παγκοσμίως από τις κυβερνήσεις και προσπαθεί να αυστηροποιηθεί και τελικά να καταργηθεί. Παράλληλα βλέπουμε την προσπάθεια της Τουρκίας να εξαιρεθεί από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης που αφορά την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και την ενδοοικογενειακή βία. Όλα αυτά δεν είναι καινούργια, διαχρονικά το φεμινιστικό κίνημα αγωνιζόταν κατά της πατριαρχίας που εξουσιάζει τα σώματά μας και ασκεί έλεγχο σε αυτά, αντιλαμβανόμαστε όμως ότι τα κεκτημένα μας απειλούνται ξανά και στεκόμαστε απέναντι.
Από τη μεριά μας στεκόμαστε ενάντια στο νομοσχέδιο Τσιάρα και σε κάθε νομοσχέδιο που αναπαράγει σεξισμό, ομοφοβία, έμφυλη βία και πατριαρχικές/καταπιεστικές σχέσεις εξουσίας, που φέρνει σε ακόμα δυσμενέστερη θέση μητέρα και παιδί.
Να αποσυρθεί τώρα το νομοσχέδιο Τσιάρα – Ούτε σκέψη για ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ συνεπιμέλεια!